- Γένοβα
- Γένουα η г Генуя
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Γένοβα ή Τζένοβα — (Genova). Πόλη (632.366 κάτ. το 2000) της Ιταλίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού (1.831 τ. χλμ., 913.218 κάτ. το 2000) στην περιοχή της Λιγηρίας, στον ομώνυμο κόλπο. Βρίσκεται σε προνομιούχα τοποθεσία, η οποία διευκολύνει τις επικοινωνίες της με… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ανσάλντο, Αντρέα — (Andrea Ansaldo, Βόλτρι 1584 – Γένοβα 1638). Ιταλός ζωγράφος. Η ζωγραφική του είναι επηρεασμένη από τους Βερονέζε, Ρούμπενς, Βαν Ντάικ και Στρότσι. Τα έργα του χαρακτηρίζονται από την τελειότητα της προοπτικής και τη ζωηρότητα των χρωματισμών… … Dictionary of Greek
Ιουστινιάνες — (Giustiniani). Επώνυμο λογίων και αξιωματούχων από τη Βενετία και τη Γένοβα. 1. Άγγελος (Χίος 1520 – Γένοβα 1599). Θεολόγος. Πήρε μέρος σε διάφορες εκκλησιαστικές συνόδους του 16ου αι., στις οποίες διακρίθηκε για τη ρητορική του δεινότητα και την … Dictionary of Greek
Καστιλιόνε, Τζοβάνι Μπενεντέτο — (Giovanni Benedetto Castiglione, Γένοβα 1610; – Μάντοβα 1665). Ιταλός ζωγράφος και χαράκτης, ο επιλεγόμενος Γκρεκέτο (Grechetto, που σημαίνει μικρός Γκρέκο). Διαμόρφωσε τις καλλιτεχνικές του αντιλήψεις στο εργαστήριο του Ντε Φεράρι, ενώ αργότερα… … Dictionary of Greek
Βαν Ντάικ, Άντονι σερ — (Sir Anthony Van Dyck, Αμβέρσα 1599 – Λονδίνο 1641). Φλαμανδός ζωγράφος. Γιος εύπορης οικογένειας, φαίνεται ότι εργάστηκε για ένα μικρό χρονικό διάστημα στο εργαστήριο του Χέντρικ Βαν Μπάλεν, γιατί όταν το 1618 άρχισε τη συνεργασία του με τον… … Dictionary of Greek
Γατελούζοι ή Κατελούζοι — Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος της μεγάλης γενοβέζικης οικογένειας των Γκατιλούζιο (Gattilusio), που ηγεμόνευσε στη Λέσβο και σε άλλα νησιά του Αιγαίου πελάγους, από τα μέσα του 14ου αι. έως το 1462. Κυριότεροι εκπρόσωποί της είναι: 1.… … Dictionary of Greek
Ματσίνι, Τζουζέπε — (Giuseppe Mazzini, Γένοβα 1805 – Πίζα 1872). Ιταλός πολιτικός. Ο πατέρας του ήταν γιατρός και ο ίδιος σπούδασε νομική στο πανεπιστήμιο της Γένοβα. Συμμετείχε από νεαρή ηλικία στην πολιτική και το 1827 έγινε μέλος του κινήματος των Καρμπονάρων.… … Dictionary of Greek
Ντόρια, Αντρέα — (Andrea Doria, Γένοβα 1466 – 1560). Ιταλός ναύαρχος. Ο Ν. ήταν ένας από τους πιο ένδοξους ναυτικούς του 16ου αι. Αρχικά υπηρέτησε ως αξιωματικός του στρατού ξηράς τον πάπα και τους βασιλιάδες της Νάπολης (1503 6) και υπέταξε την επαναστατημένη… … Dictionary of Greek
βελούδο — Ύφασμα χνουδωτό το οποίο χρησιμοποιείται ευρύτατα στην κατασκευή ενδυμάτων, στην επίστρωση επίπλων και γενικά στη διακόσμηση εσωτερικών χώρων. Αποτελείται από δύο στοιχεία: το ύφασμα της βάσης και το χνούδι. Το β. μπορεί να παραχθεί από νήματα… … Dictionary of Greek
εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… … Dictionary of Greek